- φιλοψάμαθος
- φῐλο-ψάμᾰθος [pron. full] [ψᾰ], ον,A fond of sand,
φώκη Nonn.D.43.251
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φώκη Nonn.D.43.251
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοψάμαθος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψάμαθος «άμμος» (πρβλ. λεπτο ψάμαθος, πολυ ψάμαθος)] … Dictionary of Greek
φιλοψαμάθοιο — φιλοψάμαθος fond of sand masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek